- προδυναστικός
- και προδυναστειακός, -ή, -ό, Ναυτός που αναφέρεται ή ανήκει στους χρόνους που προηγούνται τών αιγυπτειακών δυναστειών (α. «προδυναστική περίοδος» β. «προδυναστειακοί τάφοι»).[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. προδυναστικός < προ-* + δυναστικός (< δυνάστης), ενώ ο τ. προδυναστειακός < προ-* + δυναστεία].
Dictionary of Greek. 2013.