προδυναστικός

προδυναστικός
και προδυναστειακός, -ή, -ό, Ν
αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στους χρόνους που προηγούνται τών αιγυπτειακών δυναστειών (α. «προδυναστική περίοδος» β. «προδυναστειακοί τάφοι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. προδυναστικός < προ-* + δυναστικός (< δυνάστης), ενώ ο τ. προδυναστειακός < προ-* + δυναστεία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”